Κυριακή, 28 Μαΐου, 2023

Την ώρα της χρείας

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Χειμώνας του ’77, δυο μέρες ακόμη για τα Χριστούγεννα. Ο ήλιος δεν έλεγε να βγει, μέρες τώρα. Οι γυναίκες του χωριού απ’ το μεσημέρι κλεισμένες στα σπίτια. Οι άντρες, δέκα νομάτοι όλοι κι όλοι, με το σούρουπο μαζεμένοι στο καφενείο. Ελάχιστοι λείπουν. Πρέφα, τσίπουρο, καφές και τσιγάρο σε είκοσι τετραγωνικά. Στη μέση απ’ το ντουμάνι η ξυλόσομπα, με την εμαγιέ τσαγιέρα πάνω της, να ξερνάει ατμό απ’ το φιδίσιο λαιμό της. Καφετιά μπουριά ανεβαίνουν προς το ξύλινο ταβάνι, κρεμασμένα με σύρμα από ένα καρφί. Οι κουβέντες λίγες, κάθε φορά που τέλειωνε ο γύρος της πρέφας.

Στο ενδιάμεσο, μόνο κάτι λέξεις, κοφτές, ορφανές, κατανοητές μόνο απ’ τους μυημένους στο παιχνίδι: «πρώτα», «έχω», «πάσο», «καρά». Άνοιξε η ξύλινη πόρτα και μπήκε σκοτεινιασμένος ο Δημητρός. Κοντά στα 40, ορφανός από μικρός, το παραπαίδι όλου του χωριού. Κανένα κεφάλι δε γύρισε προς το μέρος του. «Ο Στέφος έπεσε ξερός, στην πεζούλα έξω απ’ το σπίτι του», είπε ταραγμένος, τρίβοντας στα δάχτυλα την τραγιάσκα του. Ο Στέφος, το στριμμένο άντερο, ο μαλωμένος με όλους και για όλα. Για τα χωράφια, για το πότισμα, για το δρόμο που ρίξανε παραπάνω χαλίκι μπροστά στο σπίτι του γείτονα και όχι στο δικό του, για ποιο απ’ τα δυο κανάλια έπαιζε η τηλεόραση στο καφενείο, ακόμη και για το στασίδι στην εκκλησία. Ο Στέφος, που η γυναίκα του τον άντεξε δυο χρόνια και μετά πήρε των ομματιών της κι έφυγε από κει που’ ρθε. Κι όλο το χωριό είχε μια καλή κουβέντα να πει γι’ αυτήν, ακόμα και τώρα, είκοσι τόσα χρόνια μετά.

Τους το θύμιζε κάθε μέρα η στραβομάρα του Στέφου. Κάποιοι σα να μην άκουσαν. Κάποιοι άλλοι έριξαν λοξές ματιές προς το Δημητρό. Τα πρόσωπα όλων ανέκφραστα. Η πρέφα συνεχίστηκε σα να μην ειπώθηκε τίποτε. Ο Δημητρός συνέχισε, πιο χαμηλόφωνα και διστακτικά. «Τον βρήκε ο Πάνος. Γύριζε απ’ το εργοστάσιο με τ’ αγροτικό και τον είδε να πέφτει μπροστά του. Έβαλε τις φωνές, βγήκα απ’ το σπίτι, τον φορτώσαμε στ’ αγροτικό για το νοσοκομείο. Πήγε κι τη Στέλλα μαζί, να τον κρατάει. Έτσι που χτυπάει τ’ αγροτικό…» Η Στέλλα, η γυναίκα του Πάνου. Αυτή κι αν δεν χώνευε το Στέφο. Και τι δεν της είχε σούρει, απ’ όταν ήρθε νύφη στο χωριό, κοντά τριάντα χρόνια τώρα. Εξαιτίας της, έχασε τον κολλητό του ο «κύριος». Του τον έκλεψε η ξενόφερτη. Και δεν ήταν μόνο που την παντρεύτηκε –συνοικέσιο της παπαδιάς–, μέσα σε λίγες βδομάδες την ερωτεύτηκε και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε. Πάει ο Πάνος που ξέρανε όλοι. Χάθηκε για μήνες.

Κι όταν άρχισε να ξαναβγαίνει, ωράριο αυστηρό! Τα πράματα χειροτέρεψαν από τότε που παράτησε το Στέφο η δική του γυναίκα. Η Στέλλα έφταιγε για όλα στο χωριό. Απ’ την κακή σοδειά, μέχρι το φευγιό της γυναίκας του! «Σκατά στα μούτρα του!» πετάχτηκε ένας απ’ την παρέα που χαρτόπαιζε, χτυπώντας με δύναμη το χέρι μ’ ένα τραπουλόχαρτο στο τραπέζι. Έτσι, στο ξεκούδουνο, χωρίς να πει σε ποιον αναφερόταν. Όλοι κατάλαβαν… Ο καφετζής άνοιξε μια γκαζόζα και την έδωσε στον δάσκαλο που στεκόταν όρθιος παράμερα, κολλημένος στο παλιό ψυγείο. Ο δάσκαλος, ο Ευθύμης. Λίγες βδομάδες στο χωριό, μέσα Νοέμβρη εδέησε το υπουργείο να τον στείλει. Δεν ήξερε ακόμη πρόσωπα και πράματα. Οι κουβέντες λιγόστεψαν κι άλλο.

Μέσα σε 10 λεπτά όλοι θυμήθηκαν κάτι που είχαν να κάνουν. Ένας ένας έφυγαν με τα κεφάλια κάτω. Έμειναν μόνο ο καφετζής με το δάσκαλο, που ξεθάρρεψε να ρωτήσει. «Τι είναι αυτός ο Στέφος τελικά; Θα μου πεις; Τον χαιρέτησα μερικές φορές κι ίσα που μου κούνησε το κεφάλι». «Κακό σπυρί, όπου σταθεί. Αυτό είναι. Θες να μάθεις, θα σου πω. Υπομονή να ‘χεις ν’ ακούς». «Από δαύτην έχω. Για λέγε». Τράβηξε μια καρέκλα ο καφετζής, την έδωσε στο δάσκαλο, έκατσε κι αυτός σε μιαν άλλη, απέναντί του. Του είπε με λίγα λόγια τα καθέκαστα. «Κι όπως κατάλαβες, στην κηδεία του μόνος θα είναι.

Με τον παπά και τον ψάλτη. Από τότε που πέθανε η μάνα του, πάνε χρόνια, έρχεται εδώ κάθε μέρα, κάθεται καμιάν ώρα, μουρμουρίζει κάτι κακό για όλους, μόνος του τα λέει, μόνος του τ’ ακούει. Κανείς δεν του δίνει σημασία, σηκώνεται και φεύγει». Ο δάσκαλος, αφού αποτελείωσε τη γκαζόζα του, άφησε ένα κέρμα στο τραπέζι, καληνύχτησε. Η οτομοτρις περνούσε κάθε πρωί στις οχτώ απ’ το διπλανό χωριό, τα Παλιάμπελα. Έτσι έλεγε το πρόγραμμα, όχι πως τηρούνταν και συχνά. Μέχρι το μικρό σταθμό ήταν μια πλαγιά κατηφόρα, κάπου μισή ώρα με τα πόδια, από ένα μονοπάτι. Η μέρα που ξημέρωσε βρήκε αυτό το μονοπάτι με ασυνήθιστη κίνηση. Σε απόσταση μερικές δεκάδες μέτρα μεταξύ τους, κατηφόριζαν έξι. Όλοι τους, απ’ αυτούς που ήταν το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο. Έφτασαν ένας ένας στο σταθμό.

Μετά τις καλημέρες αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες για τις δουλειές που είχε ο καθένας στην πόλη. Κι ο καθένας τους παραξενεύτηκε για τους άλλους, που δεν είχαν αναφέρει τίποτε στο καφενείο για το μικρό ταξίδι τους. Δεν το έκαναν δα και συχνά… Η οτομοτρις έφτασε με ασυνήθιστα μικρή καθυστέρηση, ανέβηκαν, έκατσαν κοντά όλοι μαζί. Δεν είπαν σχεδόν τίποτε. Όλοι χάζευαν τις χειμωνιάτικες εικόνες απ’ τα παράθυρα. Σε σαράντα λεπτά ήταν στο σταθμό της πόλης. Κατέβηκαν, σκόρπισαν κατά πού είχε πει ο καθένας. Λίγη ώρα μετά, κατά τις δέκα, ξαναντάμωσαν. Όχι στο σταθμό, αλλά στο διάδρομο του νοσοκομείου, έξω απ’ το δωμάτιο του Στέφου. Έφτασαν ένας ένας και πάλι, κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν αμήχανα. Κι άρχισε να λέει ο καθένας στη σειρά του μια φράση. «Η Ελένη μου είπε να περάσω να τον δω, κανέναν δεν έχει». «Ναι, το φουκαρά, χρονιάρες μέρες». «Κακό πράμα… Κανέναν…Κι αύριο Χριστούγεννα…» «Ούτε στον εχθρό σου. Η μάνα μου είπε να του φέρω κάτι ψιλοπράματα». «Τουλάχιστο να συνεννογιόμασταν… Μαζευτήκαμε όλοι σήμερα…» «Έλα ντε! Ένας σήμερα, άλλος αύριο. Τι μαζευτή- καμε όλοι τώρα;» Με το που τελείωσε ο καθένας την κουβέντα του, βγήκε απ’ το δωμάτιο ο γιατρός με μια νοσοκόμα. «Γιατρέ, για τον Πανίδη το Στέφο. Τι γίνεται;» «Είστε συγγενείς;» «Συχωριανοί του. Δεν έχει κανένα πιο δικό του». «Πέρασε ένα εγκεφαλικό, ευτυχώς ισχαιμικό, θα επανέλθει όμως. Ίσως κι πλήρως. Για κάποιες μέρες θα χρειαστεί βοήθεια, βέβαια. Συνεννοηθείτε με την αδελφή παρακαλώ. Αν κάτι χρειαστεί, αυτή θα με φωνάξει. Παρακαλώ όμως μέχρι το απόγευμα να μην τον ενοχλήσετε. Ας μπει ένας μόνο, για ένα δυο λεπτά, να του πει δυο κουβέντες, όχι όλοι». Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για κάποια δευτερόλεπτα. «Το λοιπόν. Εγώ μένω εδώ σήμερα. Εσείς έχετε και παιδιά. Να γιορτάσετε παραμονιάτικα. Ξηλωθείτε ό,τι έχετε, να πάω το βράδυ κάπου να κοιμηθώ, γυρνάτε στο χωριό, μιλάτε και με τους άλλους, βάλτε τις βάρδιες κι αύριο το πρωί, όποιος είναι να έρθει, θα μου πει τι αποφασίσατε». Ο Στέφος, το στραβάδι, ο κακός κι ανάποδος με όλους, δεν είχε κανέναν… Μόνο ένα μικρό χωριό… Μιας άλλης Ελλάδας…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ