
Οι δικές μου αναμνήσεις βρίσκονται στην καρδιά μου. Κατευθυνόμασταν στρυμωγμένοι μέσα στο αυτοκίνητο εγώ κι η οικογένεια μου προς το χωριό μου, διασχίζοντας τη γιγάντια πόλη. Εγώ ένιωθα μία έντονη τάση μελαγχολίας. Θα με άφηναν στην γιαγιά μου για τα Χριστούγεννα για να ταξιδέψουν στο Παρίσι χωρίς εμένα. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν ακράτητος ατσαλένιος χείμαρρος, στα πεζοδρόμια μυρμήγκιαζε το πλήθος κι η διαδρομή μου φαινόταν ατελείωτη. Μόλις φτάσαμε έγιναν οι απαραίτητες χαιρετούρες και τα παρατεταμένα φιλιά, κι έφυγαν ολοταχώς. Οι περιπέτειες μου στο χωριό εκείνες τις μέρες ήταν απίστευτες. Η γιαγιά μου είχε τη συνήθεια να τρώει σκόρδα. Μου άρεσε να φοράω τα ψεύτικα δόντια της σχεδόν όλη μέρα. Κρυβόμουν αρκετά συχνά μέσα στο σωρό από σιτάρι τότε που τον είχανε στις αποθήκες ξετσουβάλιαστο. Με έλουζε μέσα σε μια ραγισμένη και σαραβαλιασμένη σκάφη συχνά, επειδή χωνόμουν μέσα στο κοτέτσι και γέμιζα κοτόψειρες από πάνω ως κάτω. Κάλτσες πουκάμισα παντελόνια και τα μικρά μου ρούχα, όλα, ανέμιζαν στο απαλό αεράκι σαν λάβαρα χαράς και ξεγνοιασιάς. Πίστευα τρομερά στην ευλαβική μου φαντασία. Κοίταζα τα απλωμένα ρούχα και μου θύμιζαν το βασίλειο των αγγέλων και τα σουτιέν κούνιες με θέσεις για δύο άτομα.
Μπορεί να ζούσαμε μαζί με τα ποντίκια και τις κατσαρίδες στα χωριά τότε, όμως τώρα οι σκέψεις των ανθρώπων κλείστηκαν στο κλουβί, σαν τα περιστέρια που τα μετέφεραν σε ξένη γη.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1986 ήμουν στο Cape Town. Ήμουν στην αρχή της δεκαετίας που έζησα στη Ν. Αφρική. Είχα μετακομίσει -μόνος- από την Ξάνθη κι είχα προσωρινά εγκατασταθεί -μόνος- σ’ ένα μονόχωρο διαμέρισμα στο Green Point!
Είχαν υπάρξει τόσες αλλαγές στη ζωή μου, ένιωθα παντάξενος στην πόλη! Στεκόμουν συνειδητά όρθιος στο …αναποδογυρισμένο ημισφαίριο της γης, αναρωτιόμουν γιατί βγαίνει ο ήλιος από τη λάθος μεριά, γιατί τα αυτοκίνητα έρχονται από την αντίθετη της αναμενόμενης κατεύθυνση, πώς συνδυάζονται τα μπάνια του λαού με τη χριστουγεννιάτικη (μη) αίσθηση… Ένιωθα κατάμονος!
Πριν βραδιάσει έκαμα μια βόλτα στο Main Road, αγόρασα ψαροκεφτέδες και μαζεύτηκα στην οικόσιτη… μοναξιά μου! Εντελώς απρόσμενα, από το ραδιοφωνάκι που με συντρόφευε, ακούστηκε η Μούσχουρη: «Καλήν Εσπέραν άρχοντες…» Με πήραν τα κλάματα! Ήχος οικείος σαν νανούρισμα… Επιβεβαιώθηκε αυτόματα η συνέχεια του χρόνου, η συνοχή του εαυτού – της συναισθηματικότητας, η ενότητα της δρώσας υποκειμενικότητάς μου… Ενστικτωδώς οργανώθηκε το υποκείμενο εαυτός μέσα μου! Η δυνατή αυτή απολλώνια/διονυσιακή εμπειρία, επηρέασε την ποιότητα της σχέσης μου με κάθε «άλλο».

Χριστούγεννα. Μέρα γιορτής μεγάλης και η προετοιμασία για το παραδοσιακο οικογενειακό τραπέζι ήταν και συνεχίζει να είναι το πιο ευχάριστο βασανο που έχει βρεθεί Γαλοπούλα ή χοιρινό; Ή κι από τα δύο; Θα φθάσουν οι σαλάτες; Γλυκό θα φτιάξουμε ή θα αγοράσουμε; Από κρασιά πως είμαστε; Ποιοι θα είμαστε; Θα έρθουν όλοι; Όλοι; Χριστούγεννα 1985 η μάνα πρόσφατα χαμένη αφήνει άδεια την καρέκλα της στο τραπέζι και παίρνει μαζί της όλα εκείνα τα λαχταριστά σπιτικά φαγητά που σκορπουσαν μυρωδιές και γεύσεις αξέχαστες. Χριστουγεννα 1998 ,2001, 2007.
Τρία κουτσούβελα έρχονται και φέρνουν την πιο γλυκιά αναστάτωση στο τραπέζι με την γεμάτη απαιτήσεις είσοδό τους στη ζωή μας. Κι όλα αυτά τα χρόνια ο πατέρας μας πάντα παρών να ανησυχεί άμα θα φθάσει το φαγητό για όλους κι αν είχαμε από κεινο το αγαπημένο του τσίπουρο με γλυκάνισο. Μέχρι που έμελλε κι αυτός το 2019 να μας χαμογελά από ψηλα έχοντας ήσυχη τη ψυχή του πως έχουμε επιτέλους πια χορτάσει. Και εφέτος; Μα φυσικά όλοι μαζί και πάλι, μικροί και μεγάλοι, με προσοχή πολύ διότι αυτός ο απρόσκλητος επισκέπτης ιός δεν αστειεύεται! Για να μπορέσουμε να ξαναβρεθουμε ολοι και την επόμενη χρονιά και να ευχομαστε Καλά Χριστούγεννα!

Τα Χριστούγεννα που θυμάμαι… Δεν έχω Χριστούγεννα να θυμάμαι πρίν αυτά του 2016… Όλα ήταν άνοστα, άχρωμα… όσο φώς και νοστιμαδα, όσα χρώματα κι αρώματα κι αν είχαν…
Μόλις είχε μπει ο Δεκέμβρης του ‘16… μέσα στο μήνα θα γιν’ομουν για πρώτη φορά μαμά… στα 33 μου… Προσμονή, φόβος, χαρά… Ένας μικρός Χριστός μέσα μου… Προετοιμασίες ψυχικές και υλικές… Δέντρο δεν στολίζαμε ποτέ…δεν είχα ούτε ένα στολίδι… Ο ερχομός όμως αυτός με έκανε να θέλω να γεμίζω με στολίδια μέχρι και τις κλειδαρότρυπες… Και αγόρασα στολίδια και στόλισα παντού κι άναψαν όλα τα φωτάκια… Το πιο φωτεινό φωτάκι όμως το είχα μέσα μου…
Και ήρθε μια βδομάδα πριν τη γέννηση Αυτού… Και φώτισε η ζωή μου όλη… Έκλεισε και άνοιξε ο διακόπτης μου… επανακινήθηκα… Κι’ολα τα στολίδια και τα φωτάκια μπροστά του ήταν θαμπά, άχρωμα… Από τότε λοιπόν, λίγα χρόνια πίσω, έχω να θυμάμαι Χριστούγεννα… και κάθε χρόνος που περνά γίνονται όλο και πιο φωτεινά… Ήμασταν δύο, γίναμε τρεις και τώρα είμαστε τέσσερις…
Και οι ζωές μας γεμάτες φώς και χαρά…