Η ανάπτυξη του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν μοιραίο να εντάξει στις αρμοδιότητές της και την ευθύνη της διαχείρισης του πολιτισμού με τη χάραξη και εφαρμογή ενιαίας στρατηγικής που θα ανταποκρίνεται στο τρίπτυχο Ανάδειξη της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς – Διατήρηση της παράδοσης – Ενθάρρυνση της δημιουργίας και θα διαμορφώνει την πολιτιστική ταυτότητα κάθε τόπου. Τι από όλα αυτά συμβαίνει στην πραγματικότητα, όμως; Το καλοκαίρι, χρόνος αιχμής για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα ανέδειξε για άλλη μια φορά αυτό που δυστυχώς συμβαίνει εδώ και χρόνια, και που δεν είναι άλλο από τον βαθμό κακοποίησης της έννοιας του πολιτισμού στη χώρα που τον γέννησε αιώνες πριν και που αναφέρει αυτάρεσκα σε κάθε ευκαιρία ότι ο πολιτισμός αποτελεί τη βαριά της βιομηχανία.
Έχοντας περάσει από τη γνωστή μεταπολιτευτική υπερβολή που απαξίωσε σχεδόν τα πάντα, ο πολιτισμός εξελίχθηκε σε καταναλωτικό προϊόν και διαμορφώθηκαν τρεις διαφορετικές αντιλήψεις για τη χρήση του. Η πρώτη, πιστή στο δόγμα «άρτος και θεάματα», μια πολιτικάντικη αντίληψη που βρίσκει το χώρο του πολιτισμού ως μέσο βολέματος ημετέρων και ταυτόχρονα ως μέσο εύκολης ψηφοθηρίας. Η δεύτερη, θεωρεί τον πολιτισμό ως αναγκαίο κακό, κάτι σαν πικρή αντιβίωση σε γρίπη, αλλά και πάρεργο ανάμεσα στη διαχείριση της καθημερινότητας και ενεργεί συνοπτικά με τη λογική του «φύγε κακό από πάνω μου». Και, τέλος, η τρίτη, ισχνή μειοψηφία δυστυχώς, που αποδίδει στον πολιτισμό τον σεβασμό που του πρέπει και τον αντιμετωπίζει τουλάχιστον ισότιμα με τις άλλες δραστηριότητας, με στρατηγική και προγραμματισμό, δημιουργώντας θεσμούς και επενδύοντας σε ανθρώπους και υποδομές. Παρακολουθώντας ως δημότης εδώ και χρόνια τον τρόπο λειτουργίας του δικού μας δήμου, θεωρώ ότι θα ήταν άδικο να τον εντάξω στις δύο πρώτες κατηγορίες. Όμως, όλες οι πολιτιστικές δράσεις, με κορυφαία τα «Θέρμης Δρώμενα», φωνάζουν ότι χρειάζεται ακόμη πολλή και οργανωμένη προσπάθεια για να ενταχθεί στην τρίτη.