Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Περί ταυτότητας ο λόγος…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Χρύσα Νασιούδη
Χρύσα Νασιούδηhttps://apopsinews.gr
Ιστορικός – Αρχαιολόγος Α.Π.Θ

«Αυτοί εδώ οι χωριάτες δε θέλουν να ‘ναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”»
Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω»

Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την πρόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και ΠΓΔΜ για εξεύρεση λύσης στο θέμα του ονόματος της δεύτερης, η εθνικιστική ρητορική έχει κατακλύσει ξανά το δημόσιο λόγο προσφέροντας εύφορο έδαφος στον υφέρποντα φασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορία αυτή, όμως, πάει πάνω από έναν αιώνα πίσω, διαπλέκοντας τα συγκρουόμενα συμφέροντα του ελληνικού εθνικισμού και των εθνικισμών άλλων βαλκανικών χωρών. Η εθνική αφήγηση έχει αλλάξει κατά καιρούς, πότε θεωρώντας αυτούς τους πληθυσμούς ως «βουλγαρικούς», πότε ως «βουλγαρόφωνους Έλληνες πιστούς στο Πατριαρχείο», πότε ως «Μακεδόνες» προκειμένου να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος και πότε ως «Σλαβομακεδόνες». Η τωρινή θέση εθνικιστικών κύκλων ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική δεν μας εκπλήσσει καθόλου ότι προέρχεται από τη χουντική περίοδο και ξεθάφτηκε το 1992 από τον τότε σύμβουλο του Μητσοτάκη για τα «εθνικά ζητήματα» αλλά και αντιπρόεδρο επί χούντας της (διορισμένης από τον Παπαδόπουλο) «Συμβουλευτικής», Νικόλαο Μέρτζο.

Η θέση αυτή συμβαδίζει αρκετά με την πολιτική του ελληνικού κράτους ως σήμερα, παρόλο που έχει υιοθετηθεί μια ηπιότερη στάση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά, όμως, αυτό που παραμένει ίδιο είναι μια εθνική αφήγηση πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα εκάστοτε «εθνικά συμφέροντα», που δεν είναι άλλα από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Για κανένα άλλο θέμα δεν υπήρξε ποτέ τέτοια εθνική παραζάλη, ακόμα και σε πολύ σημαντικότερα, όπως τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, και για κανένα άλλο δεν σωρεύτηκε τέτοιος όγκος παραπληροφόρησης, εθνικής αυταπάτης, εθελοτυφλισμού, σπέκουλας, πατριδοκαπηλείας και διπλωματικής ημιμάθειας.

Αν η αντιπολίτευση είχε στρατηγική, θα έσπευδε να συνδράμει στη λύση του νέου Μακεδονικού. Πρώτον, γιατί δεν θα το είχε μπροστά της όταν θα ερχόταν η σειρά της να κυβερνήσει και, επίσης, τις όποιες αντιδράσεις θα τις χρεωνόταν κυρίως η κυβέρνηση και δευτερευόντως η ίδια. Αλλά ένα πράγμα η στρατηγική, άλλο η καρέκλα. Ως προς τη στρατηγική. Το αφετηριακό ερώτημα είναι: Ποιοι είναι οι στόχοι της Ελλάδας στα Βαλκάνια; Η αυτονόητη απάντηση είναι: Πρώτον, η πολιτική σταθεροποίηση της περιοχής και, δεύτερον, η είσοδός της σε έναν δρόμο ανάπτυξης που θα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο, ώστε να μη λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τα κάτω, ως προς την Ελλάδα.

Τι θέλει η Ελλάδα; Να επωφεληθεί από τις διαφορές τους, να βάλει σφήνες και να δημιουργήσει ρήγματα; Ή να συμβάλει στη δημιουργία, αφενός, ενός διακρατικού πλαισίου συμβίωσης και σταθερότητας και, αφετέρου, ενός εσωτερικού κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικής εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης; Καθώς στην περιοχή αυτή το ένα δεν γίνεται δίχως το άλλο, γιατί μικρά κράτη και μεγάλες μειονότητες αποτελούν δυνητικά αιτίες αποσταθεροποίησης, η απάντηση είναι αυτονόητη. Επομένως, η Ελλάδα δεν είναι παράγοντας σταθερότητας μόνο ως προς τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, αλλά πρέπει να παίξει αυτό τον ρόλο και ως προς τα Βαλκάνια. Αυτή είναι μια ιστορική συγκυρία που πρέπει να αδράξουμε τη σημασία της. Επομένως, σκοπός μας πρέπει να είναι να συμβάλουμε στην κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα των γειτονικών χωρών.

Τώρα ως προς το διαφιλονικούμενο. Στο θέμα των Σκοπίων, που θα καλύπτει για μήνες την επικαιρότητα εν όψει λύσης, που με επιμονή ζητούν η Ε.Ε και οι ΗΠΑ, οι πλείστοι των Ελλήνων (και των πολιτικών μας) επιχειρηματολογούν χωρίς να γνωρίζουν κάποιες κρίσιμες πτυχές του θέματος και χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τις διαγραφόμενες εξελίξεις. Γι’ αυτό, όλη η συζήτηση περιστρέφεται στο θέμα της ονομασίας χωρίς να γίνεται κατανοητό ότι ταυτόχρονα ή πριν από αυτό πρέπει να λυθεί το θέμα του αλυτρωτισμού με συμφωνία για αλλαγή σχολικών βιβλίων στα Σκόπια, δεδομένου ότι εκεί τα παιδιά από το νηπιαγωγείο ακόμη υποβάλλονται σε πρόγραμμα «μακεδονισμού» και γι’ αυτό υπάρχουν ήδη δυο τρεις γενιές Σλάβων που πιστεύουν ότι έχουν «μακεδονική γλώσσα και καταγωγή».

Πρέπει, δηλαδή, οι Έλληνες να εγκαταλείψουν τον υπερφίαλο τρόπο συμπεριφοράς, που εκφράζεται συχνά με κωμικό τρόπο. Δεν είναι σοβαρό να νομίζουμε ότι μπορούμε να βαφτίσουμε μια χώρα που ήδη αυτοαποκαλείται με ένα ορισμένο όνομα, και όταν, επίσης, όλοι οι άλλοι, παντού στον κόσμο, την αποκαλούν με αυτό το ίδιο όνομα. Η Ελλάδα δεν έχει καμιά διεθνή κατανόηση σ’ αυτό, κι ούτε θα μπορούσε να έχει. Άρα, στη συζήτηση πρέπει να πάει με ενσυναίσθηση αυτού του προβλήματος. Και εδώ βρίσκεται το δίλημμα. Θα περιχαρακωθεί στο «η μη λύση είναι η καλύτερη λύση», αναβάλλοντας επ’ αόριστον το ζήτημα, ή θα ακολουθήσει τους στρατηγικούς της στόχους, που -επιτρέψατέ μοι- αμφιβάλλω αν υπάρχουν;

Είναι επιβεβλημένο να αντιληφθούμε τι σημαίνει το όνομα Μακεδόνες για τους ίδιους. Ολούθε η πόλη των Σκοπίων βρίθει εκατοντάδων αγαλμάτων και από το μεγάλο μουσείο της διαφαίνεται ευκρινώς ότι θέλουν να θεωρούν τον εαυτό τους κληρονόμο όλων των πολιτισμών που άνθησαν ή πέρασαν από την περιοχή. Γι’ αυτό κι ο Αλέξανδρος δίπλα στον Ιουστινιανό, τον Κύριλλο και Μεθόδιο, τον Άγιο Κωνσταντίνο, τη Μητέρα Τερέζα, τους Βούλγαρους μεσαιωνικούς τσάρους, τους χαϊντούκους, τους αμέτρητους «δασκάλους του γένους», τους ακτιβιστές του μακεδονικού αγώνα και τους παρτιζάνους. Επομένως, το όνομα δείχνει προς τη Μακεδονία όχι ως εθνολογικό, αλλά ως γεωγραφικό προσδιορισμό, που απορρέει σαφώς από την επιθυμία απόκτησης εθνικής ταυτότητας.

Όλοι, όμως, το γνωρίζουν, ότι ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις δεν υπάρχει ομοφωνία, όλες τις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Επομένως, εδώ είναι εμφανής η μικροπολιτική στόχευση. Αναντίρρητα, η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει παρά με μικρούς και επιμέρους ιστορικούς συμβιβασμούς. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Αρκεί την τακτική να την καθορίζει η στρατηγική. Και βέβαια άλλη τακτική υιοθετείς αν θεωρείς ότι η κυβέρνηση είναι το μεγαλύτερο κακό, και οποιαδήποτε ευκαιρία πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ανατροπή της, και άλλη αν ξεκινήσεις από το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας στην παγκόσμια σκηνή μετά την κρίση.

Εν κατακλείδι, πίσω από το ονοματολογικό, υπάρχει ένα (και μόνο) ουσιαστικό ερώτημα: την εθνική μας πολιτική για την ασφάλεια εξυπηρετεί καλύτερα η ύπαρξη ενός ισχυρού και αξιόπιστου γείτονα στα βόρεια σύνορά μας που να μετέχει στους Διεθνείς Οργανισμούς ή ένα κράτος ευάλωτο σε κάθε πίεση (ή προστασία) και εύκολο στόχο οποιουδήποτε ιδεολογήματος («Μεγάλη Αλβανία», «Μεγάλη Βουλγαρία», «μουσουλμανικό τόξο»); Αυτή τη φορά ας μην επιλέξουμε τα (εύκολα) παρηγορητικά ψέματα και τις εθνικές ψευδαισθήσεις. Ας κοιταχτούμε όλοι στον εθνικό μας καθρέπτη και ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια και ωριμότητα. Εξάλλου, «Εθνικόν το Αληθές».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ