Όχι κάτω από τα πόδια μας, αλλά δίπλα μας, ζουν άνθρωποι στον υπόνομο της κοινωνίας. Αυτός ο υπόνομος δεν βρωμάει και δεν ενοχλεί, μέχρι που καμιά φορά ανοίγει το καπάκι. Τότε, κρατώντας τη μύτη μας με αρωματισμένα χαρτομαντηλάκια, ανυποψίαστοι φίλοι, αθώοι συγγενείς, καλοπροαίρετοι γείτονες και πιστοί χριστιανοί, δηλώνουμε σοκαρισμένοι στα κανάλια: «Μα πώς το έκαναν αυτό; Φαινόταν μια χαρά νοικοκυραίοι.» Το καπάκι ξανακλείνει μόλις φύγουν οι κάμερες μέχρι την επόμενη φορά που θα ξανασυμβεί κάτι, συνήθως ακόμη χειρότερο, ευτυχώς όμως πάντα μακριά από μας.
Θα περίμενε κανείς ότι η πολιτιστική εξέλιξη, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και η αναβάθμιση των κοινωνικών παροχών, που είναι ορατή σε πολλά επίπεδα, θα είχαν εξαλείψει φαινόμενα σαν κι αυτό που πρόσφατα συνέβη στη Θεσσαλονίκη (ο πατέρας βίαζε την ανήλικη κόρη, η μάννα είχε οικονομικές διαφορές μαζί του και το αποτέλεσμα ήταν ο άγριος σφαγμός του). Όμως, το καλύτερο που έχει συμβεί είναι ότι τώρα, έστω κάποια από όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες βγαίνει στην επιφάνεια. Τα περισσότερα συνεχίζουν να πνίγονται στην αδιαφορία για τον διπλανό, τον φόβο για την κοινωνική κατακραυγή και την χαλάρωση του κοινωνικού ιστού. Και εδώ είναι μεγάλη η ευθύνη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως οργανωμένου διοικητικού φορέα, που βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλον στην καθημερινότητα του πολίτη. Που πρέπει να συμπληρώσει το κενό της αλληλεγγύης της κοινωνίας που όλο και μεγαλώνει. Και που πρέπει να οργανώσει τα προγράμματα και τις κοινωνικές του υπηρεσίες ώστε να ξεπεράσουν την αντίληψη της κοινωνικής αγγαρείας και να σταθούν δίπλα στον πολίτη ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Δύο πράγματα χρειάζονται γι αυτό. Απόφαση της ηγεσίας και στελέχη χωρίς την λογική του δημόσιου υπάλληλου. Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα.