Γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε στη Χαλκίδα. Το ταξίδι της ζωής του μακρύ. Το ταξίδι των ματιών του μέχρι την απέναντι ακτή. Το πατρικό του εξήντα τέσσερις δρασκελιές μετρημένες από τ’ ορμητικό ρεύμα του πορθμού, που αναποφάσιστο πάει κι έρχεται με τις ώρες του. Εδώ και λίγα χρόνια συνταξιούχος, κι όχι απ’ αυτούς με τα λειψά ένσημα. Όποτε του κάνει ο καιρός, νωρίς τ’ απογέματα περπατάει ώρα αρκετή στην παραλία. Καταλήγει να ξεκουράσει για λίγο τα πόδια του σ’ ένα παγκάκι, κοντά στη βορεινή πλευρά της παλιάς γέφυρας. Καθώς κάθεται εκεί, σπάνια χαμηλώνει το βλέμμα στα νερά του πορθμού. Κοιτάει ψηλά, στ’ απέναντι βουνά της Στερεάς ή σ’ αυτά της βόρειας Εύβοιας. Στις άκριες που το βλέμμα του τερματίζει πάντα τα ταξίδια του. Σήμερα, με τον ήλιο σ’ ανέφελο ουρανό, φυσάει ένας βοριάς δυνατός. Χτίζει κύματα ψηλά και τα σπρώχνει προς το νότο. Κι αυτά συναντούν το ρεύμα, που περνάει μ’ ανάποδη φορά κι ορμή κάτω απ’ τη γέφυρα. Τα νερά συγκρούονται, αφρίζουν ανταριασμένα, στροβιλίζονται κι αναπαμό δεν έχουν. Σήμερα, καθισμένος στο παγκάκι του, για λόγο ανεξήγητο, τα βλέπει. Έχει καρφώσει το βλέμμα του ακριβώς εκεί, πάνω στη σύγκρουση και την αντάρα. Συλλογιέται πως εκεί πάνω πέρασε όλη τη ζωή του. Πιο αληθινά, μέσα στη σύγκρουση και την αντάρα. Σπάνια έβγαζε το κεφάλι, ίσα να παίρνει μιαν ανάσα και πάλι μέσα. Όταν το ρεύμα τον πήγαινε προς το βορρά, πάντα φυσούσε τραμουντάνα. Όταν το ρεύμα τον πήγαινε προς το νότο, πάντα φυσούσε όστρια. Απ’ όταν ξεσκόλισε ακόμα, είχε ήδη πάθει πολλά. Και για τα τότε και για τα κατοπινά, για τα πιο πολλά τουλάχιστο, η κεφαλή του έφταιγε. Το εγώ του, τ’ αλάθητό του, το δίκιο του το αδιαπραγμάτευτο, οι ιδέες και τα πιστεύω του που ήταν πάνω απ’ όλα. Που κι όταν τ’ άλλαζε, φταίχτες ήταν οι άλλοι που τα πρόδωσαν ή τελικά δεν ήταν όπως του τα σέρβιραν. Που όλοι θέλανε το κακό του.
Δεν καταλάβαινε τη γοητεία που ένοιωθαν οι άλλοι, να βολτάρουν εκεί και να χαζεύουν τα ρεύματα με την ορμή και τα καμώματά τους. Αυτός δεν ήθελε να κατεβαίνει στον πορθμό και να κοιτάει στη θάλασσα. Και του φανερώθηκε ο λόγος. Γιατί αντίκριζε τη ζωή του, τις συγκρούσεις και τις αντάρες. Και δεν το άντεχε. Λαχταρούσε αυτό που του έλειπε. Όσο περνούσαν τα χρόνια ήθελε, όλο και πιο πολύ, να βρεθεί για μια φορά μπροστά στην ηρεμία μιας λίμνης, με τα νερά ατάραχα και κρυστάλλινα, να καθρεφτίζουν ουρανό, σύννεφα, δέντρα κι ό,τι άλλο γύρω τους. Όπως αυτές που έβλεπε στους πίνακες ζωγραφικής και τις φωτογραφίες. Δεν αξιώθηκε ποτέ του να το κάνει. Ο ίδιος δεν αποφάσισε ποτέ του να το κάνει, μη τυχόν και τον πούνε αδύναμο. Οι δρόμοι που διάλεγε ποτέ δεν τον οδήγησαν στ’ ατάραχα νερά μιας λίμνης. Κι έφτασε να μη θέλει ν’ αντικρίζει τη θάλασσα και τα νερά που ήξερε και τον γέννησαν, με τα σούρτα φέρτα των ρευμάτων, τις συγκρούσεις και τις αντάρες τους.
Ένα αγοράκι, 4-5 χρονώ θα ‘τανε, πέρασε από δίπλα του και κρεμάστηκε στο κάγκελο της παραλίας, δυο μέτρα μπροστά απ’ το παγκάκι του. Χάζεψε για λίγο τη θάλασσα ακριβώς εκεί, στο σημείο της σύγκρουσης και της μεγάλης αντάρας. Μετά γύρισε, με τα χέρια ψηλά, τα δάχτυλα ανοιχτά κι ένα χαμόγελο φωτεινό, ίδιος ο ήλιος κι οι αχτίδες του στα καλύτερά τους.
-Παππού, σ’ αρέσει να κοιτάζεις τα κύματα; Και μένα μ’ αρέσει, που πέφτει το ένα πάνω στ’ άλλο κι αφρίζουν κι αγκαλιάζονται και παίζουν και χοροπηδάνε χαρούμενα.
Γύρισε το βλέμμα του στο αγοράκι και μετά στη θάλασσα. Ακριβώς εκεί, στο σημείο της σύγκρουσης και της μεγάλης αντάρας, που δεν ήθελε να βλέπει άλλες φορές. Συλλογίστηκε για λίγο.
-Ναι αγόρι μου. Που αγκαλιάζονται και παίζουν. Και που θυμώνουν για λίγο κι αφρίζουν. Και γίνονται πάλι ένα στη μεγάλη αγκαλιά της θάλασσας.
Ποτέ του δεν είχε δει μέχρι την ώρα εκείνη, τα κύματα που αγκαλιάζονται και παίζουν. Που θυμώνουν για λίγο και γίνονται πάλι ένα, στη μεγάλη αγκαλιά της θάλασσας. Άλλα έβλεπε ως τώρα. Σύγκρουση κι αντάρα. Κι ας κοίταγε το ίδιο. Και πέρασε μια ζωή βλέποντας λάθος…