Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στη Χαλκιδική
1821
Με την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες χώρες (Βλαχία, Μολδαβία) έρχονταν στην Ελλάδα από τις επαναστατημένες περιοχές ειδήσεις, οι οποίες προκαλούσαν στους υπόδουλους Έλληνες εθνικό ενθουσιασμό και επαναστατική αγωνιστική διάθεση. Εξάλλου η Φιλική Εταιρεία είχε προετοιμάσει ψυχολογικά τους υπόδουλους Έλληνες για την εθνική εξέγερση καλώντας να συστρατευθούν στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Στη Μακεδονία οι περιοχές που ανταποκρίθηκαν σχετικά γρήγορα στο κάλεσμα της εθνικής εξέγερσης ήταν η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική και οι μονές του Αγίου Όρους.
23/3
Στις 23 Μαρτίου του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε σε έναν όρμο του Αγίου Όρους, πιθανόν στη Mονή του Βατοπεδίου, με πλοίο του θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια που είχε αγοράσει ο ίδιος.
Σε σύσκεψη των μοναχών στη Μονή Εσφιγμένου αποφασίστηκε η γενική στρατολογία όλων των ανδρών της Χαλκιδικής που μπορούσαν να φέρουν όπλα.
1-10/4
το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1821 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ έστειλε στη Θεσσαλονίκη φιρμάνι με το οποίο ανήγγειλε ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επαναστάτησε στη Βλαχία και ότι ακολούθησε στη συνέχεια και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος.
Μετά από αυτό, ο αναπληρωτής διοικητής της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέης άρχισε να συλλαμβάνει και να φυλακίζει πολλούς Έλληνες, τους οποίους κρατούσε ως ομήρους, για να προλάβει γενικότερη εξέγερση. Ακολούθησε άγρια σφαγή Ελλήνων ομήρων με τη βοήθεια Εβραίων και τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 3.000 Έλληνες. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείστηκε σχεδόν κάθε απόπειρα εξέγερσης στη Θεσσαλονίκη.
17/5
Οι Τούρκοι πήραν θάρρος και άρχισαν να προκαλούν και να απειλούν τους χριστιανούς. Οι προκλήσεις της τουρκικής φρουράς του Πολυγύρου ανάγκασαν τους κατοίκους να αντισταθούν. Στον Πολύγυρο υπήρχαν αρκετοί πρόκριτοι που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και στις 17 Μαΐου οι κάτοικοι πήραν τα όπλα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν τη μικρή τουρκική φρουρά και κατέλαβαν κατάλληλα στρατηγικά σημεία στον δρόμο προς τον Πολύγυρο, με αποτέλεσμα να αποτρέψουν τους Τούρκους να μπουν στη Χαλκιδική.
Οι επιτυχίες των επαναστατών εξόργισαν τον Γιουσούφ μπέη και διέταξε τη σφαγή των ομήρων που κρατούσε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Τα γεγονότα αυτά έλαβαν έκταση και ο Εμμανουήλ Παπάς έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να παρακινήσει τους μοναχούς του Αγίου Όρους και τους οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής σε εξέγερση. Μετά από πανηγυρική δοξολογία στο Πρωτάτο των Καρυών, οι συναθροισμένοι εκεί μοναχοί και πρόκριτοι κήρυξαν επίσημα την Επανάσταση και ο Εμμανουήλ Παπάς ορίστηκε ως «αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας».
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ επεκτείνεται
Σε σύσκεψη που έγινε στην Αρναία με πρόεδρο τον Εμμανουήλ Παπά, οι πρόκριτοι της Χαλκιδικής αποφάσισαν να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα, παρά τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι εκπρόσωποι των Βασιλικών, επειδή θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε σοβαρή προετοιμασία γενικότερα στη Χαλκιδική και, επιπλέον τα Βασιλικά ήταν εκτεθειμένα μέσα στον κάμπο και κοντά στη Θεσσαλονίκη όπου μπορούσαν να ανεφοδιαστούν οι τουρκικές δυνάμεις.
Στις 29 Μαΐου επαναστάτησαν οι κάτοικοι της Ορμύλιας, του Παρθενώνα, της Νικήτης και των Μαντεμοχωρίων. Ταυτόχρονα επαναστάτησαν και οι κάτοικοι των χωριών της Καλαμαριάς, της νότιας Χαλκιδικής.
Από τους περίπου 3900 πολεμιστές που συγκεντρώθηκαν στη Χαλκιδική, ο Εμμανουήλ Παπάς δημιούργησε δύο επαναστατικά σώματα. Το ένα περιελάμβανε περίπου 1000 μοναχούς και Μαντεμοχωρίτες που είχαν καταφύγει στον Άθω. Σε αυτό έγινε αρχηγός ο ίδιος. Στο δεύτερο σώμα, το οποίο περιλάμβανε πολεμιστές από τη Νότια Χαλκιδική, όρισε ως αρχηγό τον οπλαρχηγό Στάμο Χάψα (Σταμάτης Κάψας ήταν το πραγματικό του όνομα). Ο Χάψας καταγόταν από τα Παζαράκια της Κασσάνδρας, αλλά κατοικούσε στη Συκιά Χαλκιδικής.
Στόχος των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Το σώμα του Εμμανουήλ Παπά θα περιέσφιγγε τον κλοιό της Θεσσαλονίκης από τη ΒΔ πλευρά και το επαναστατικό σώμα του Καπετάν Χάψα από τη ΝΔ.
Το επαναστατικό σώμα του Εμμανουήλ Παπά διασκόρπισε τη μικρή τουρκική δύναμη που υπήρχε στην Ιερισσό και ελευθέρωσε την κωμόπολη. Μετά από συγκρούσεις με μικρές τουρκικές φρουρές προχώρησε και κατέλαβε θέσεις στα στενά της Ρεντίνας και στο Εγρί Μπουντζάκ (Νέα Απολλωνία), με στόχο να αναχαιτίσει τις τουρκικές δυνάμεις που έρχονταν από τη Μ. Ασία και να ανακόψει την πορεία τους από την Καβάλα προς τη Θεσσαλονίκη και τη Νότια Ελλάδα.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στα Βασιλικά
Στις 29 Μαΐου 1821 έφθασαν στα Βασιλικά ο καπετάν Χάψας και ο κασσανδρινός οπλαρχηγός Αναστάσης Χιμευτός μαζί με αγωνιστές από τη Συκιά και τα χωριά της Νότιας Χαλκιδικής. Μόλις άκουσαν την είδηση οι κάτοικοι των Βασιλικών μαζεύτηκαν στην Εκκλησία. Οι ιερείς πήραν τα λάβαρα και τις εικόνες και βγήκαν να υποδεχθούν τους επαναστάτες με χαρά και ενθουσιασμό ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα». Αμέσως συγκροτήθηκαν οι πρώτες επαναστατικές ομάδες με αρχηγούς τον Βασίλειο Κοτζιά, τον Γραμμένο Χρειαζούμενο και τον Φίλιππα Θέο ή Καραφίλιππα, οι οποίοι ενώθηκαν με το επαναστατικό σώμα του Χάψα και του Χιμευτού.
Οι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του τούρκου διοικητή της περιοχής του Πισιώνα, Αγκούς μπέη, στην τοποθεσία Λαμώματα, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής.
Ο Γιουσούφ μπέης της Θεσσαλονίκης, όταν πληροφορήθηκε για την επανάσταση των Βασιλικών, έστειλε ως ενίσχυση ένα απόσπασμα αποτελούμενο από 300 Τούρκους ιππείς. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι νικήθηκαν από το επαναστατικό σώμα του καπετάν Χάψα. Στο μεταξύ κατέφθασαν στα Βασιλικά αγωνιστές από τον Βάβδο και τη Γαλάτιστα με αρχηγούς τον Παύλο Χαλάτη, τον Αυγερινό Καραγιάννη και τον Θεολόγο Τουρλάκη και ενίσχυσαν τους επαναστάτες. Μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν ο μεν καπετάν Χιμευτός να κατευθυνθεί προς την Κασσάνδρα, για να προφυλάξει τη νότια Χαλκιδική από ενδεχόμενη απόβαση των Τούρκων και ο καπετάν Χάψας μαζί με Βασίλειο Κοτζιά, Άγγελο Βασιλικό από τον Γαλαρινό και τους άλλους οπλαρχηγούς να μείνουν στα Βασιλικά.
Στις επόμενες ημέρες, το επαναστατικό σώμα του καπετάν Χάψα επιτέθηκε εναντίον των τουρκικών δυνάμεων του Τσιρίμπαση Χασάν αγά, διοικητή της πολιτοφυλακής της Παζαρούδας (Απολλωνίας), που είχαν έρθει για ενίσχυση, και τις κατεδίωξε μέχρι το χωριό Σέδες, ίσως στην περιοχή της Γεωργικής Σχολής. Οι Τούρκοι των γύρω χωριών κατασκήνωσαν πανικόβλητοι έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης για να σωθούν.
Ο Γιουσούφ μπέης ανησύχησε πολύ για την προέλαση των επαναστατών προς τη Θεσσαλονίκη και ζήτησε ενισχύσεις από την Πύλη, πυροβόλα και πυρομαχικά. Ταυτόχρονα, προέτρεψε τον Αχμέτ μπέη των Γιαννιτσών να εκστρατεύσει εναντίον των επαναστατών του Χάψα με 500 άτακτους Γιουρούκους ιππείς. Οι Γιουρούκοι ήταν σκληροί πολεμιστές, απόγονοι των πρώτων κατακτητών, που διατηρούσαν τις παλιές πολεμικές αρετές και τα νομαδικά τους ήθη.
Οι ελλιπώς εξοπλισμένοι και μη εκπαιδευμένοι ασύντακτοι Έλληνες, που ήταν κυρίως χωρικοί, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην πεδινή περιοχή του Σέδες. Μη μπορώντας να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων ιππέων σε αυτό το μέρος, υποχώρησαν στα Βασιλικά.
Ο χαλασμός
Ο Γιουσούφ μπέης, μετά από τις ήττες που υπέστη, αντικαταστάθηκε από τον σερασκέρη και βεζύρη Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά, ο οποίος είχε ξεκινήσει από τη Μικρά Ασία με μεγάλες δυνάμεις πεζών και ιππέων με στόχο να καταστείλει την επανάσταση στη Μακεδονία και τη νότια Ελλάδα. Ο Μπαϊράμ πασάς είχε συγκρουστεί στις αρχές Ιουνίου με το επαναστατικό σώμα του Εμμανουήλ Παπά στην περιοχή της λίμνης Βόλβης, στην Παζαρούδα και το Εγρί Μπουτζάκ, και το διασκόρπισε. Τώρα προχώρησε εναντίον των επαναστατών του Καπετάν Χάψα έχοντας στρατολογήσει 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς περίπου. Τον Μπαϊράμ πασά συνεπικουρούσαν και πολλοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι των Βασιλικών, όταν πληροφορήθηκαν για την προετοιμαζόμενη επίθεση, έστειλαν τα γυναικόπαιδα στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας.
Η σύγκρουση των επαναστατών με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις έγινε στο τσιφλίκι του Αγκούς αγά, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής των Βασιλικών. Οι Βασιλικιώτες, αμύνονταν γύρω από τον λόφο της Αγίας Παρασκευής και έδωσαν καιρό στον καπετάν Χάψα να καταλάβει την ανατολική πλευρά των Βασιλικών. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι αγωνιστές του καπετάν Χάψα αποφάσισαν να αντισταθούν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρης δεχόμενοι τη συμβουλή του δημογέροντα των Βασιλικών Γ. Κοτζιά. Οι Βασιλικιώτες της Αγίας Παρασκευής αφού εκτέλεσαν την αποστολή τους οπισθοχώρησαν και ενώθηκαν με το σώμα του καπετάν Χάψα. Έτσι τα Βασιλικά έμειναν τελείως ανυπεράσπιστα.
Την 9η Ιουνίου 1821 ο Αχμέτ μπέης των Γιαννιτσών μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά κατέλαβαν τα Βασιλικά, προτού οι κάτοικοι προλάβουν να φύγουν. Ακολούθησε ο μεγάλος χαλασμός. Οι Τούρκοι στρατιώτες και οι Εβραίοι κατέστρεψαν τα πάντα. Έσφαξαν, βίασαν και αιχμαλώτισαν τους κατοίκους, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια. Από τα 400 σπίτια των Βασιλικών έμειναν μόνο τρία. Τότε κάηκε και ο ναός
Η ΜΑΧΗ των Βασιλικών
Εν τω μεταξύ, ο Μπαϊράμ πασάς, καταδίωξε τους επαναστάτες με ένα ισχυρό απόσπασμα ιππέων, το οποίο κατευθύνθηκε προς τον δρόμο Θεσσαλονίκης – Πολυγύρου. Οι αγωνιστές του καπετάν Χάψα βάδισαν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου Ανθεμούντα και οι Τούρκοι ιππείς προχώρησαν μέσα από τα αθέριστα σπαρτά, χωρίς να αντιληφθεί ο ένας τον άλλον, παρά μόνο όταν τους χώριζε μικρή απόσταση.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο καπετάν Χάψας και τα παλικάρια του ήταν αναγκασμένοι ή να διανύσουν γρήγορα την απόσταση που οδηγούσε στο Βούζιαρη, όπου υπήρχε ελπίδα διαφυγής, ή να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στο σημείο εκείνο. Δεν είχαν όμως τον απαιτούμενο χρόνο και γι’ αυτό προτίμησαν να συγκρουστούν εκεί και να δώσουν την ηρωική μάχη πάνω από την κοίτη του Ανθεμούντα, η οποία χρησίμεψε ως φυσικό πρόχωμα, αν και έβλεπαν ότι δεν επρόκειτο να σωθούν.
Ο καπετάν Χάψας με 65 Συκιώτες, Βαβδινούς και Βασιλικιώτες αγωνιστές έμειναν εκεί για να αντιμετωπίσουν το ιππικό του Μπαϊράμ πασά, ενώ το υπόλοιπο μέρος του σώματος κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά για αντιπερισπασμό. Οι τουρκικές δυνάμεις του Μεχμέτ πασά και του Μπαϊράμ πασά απωθήθηκαν αρχικά με πολλές απώλειες. Ο αγώνας ήταν όμως άνισος. Οι εχθροί ήταν πολλοί και έμπειροι στις μάχες. Όταν είδε ο καπετάν Χάψας ότι τα πρόχειρα αναχώματα δεν βοηθούσαν, βγήκε από το πρόχωμά του και όρμησε με το σπαθί εναντίον των εχθρών. Μετά από σκληρό αγώνα, σώμα με σώμα, έπεσε και ο ίδιος νεκρός στο πεδίο της μάχης μαζί με τους γενναίους συμπολεμιστές του.
Στην ηρωική αυτή μάχη θυσιάστηκαν, μαζί με τον καπετάν Χάψα, 63 γενναία παλικάρια, οι καπεταναίοι Παύλος Χαρλάτης, Αυγερινός Καραγιάννης και Θεολόγος Τουρλάκης από τον Βάβδο, ο καπετάν Γραμμένος Καραφίλιππας από τα Βασιλικά και πολλοί άλλοι από άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου 500, οι οποίοι θάφτηκαν δυτικά των Βασιλικών στην τοποθεσία «Κυπαρίσσια» στη θέση που από τότε ονομάζεται «Τούρκικα μνήματα».
Οι ελάχιστοι αγωνιστές του Καπετάν Χάψα που διασώθηκαν ενώθηκαν με τον Εμμανουήλ Παπά και τους λίγους εναπομείναντες αγωνιστές του, περίπου 200, και κατευθύνθηκαν από τον Πολύγυρο προς την επαναστατημένη Κασσάνδρα που συνέχιζε να αντιστέκεται στις επιθέσεις των τουρκικών δυνάμεων.
Στην Κασσάνδρα συγκεντρώθηκαν περίπου 2500 πολεμιστές, κυρίως Χαλκιδικιώτες και 400 αρματολοί και κλέφτες από τον Όλυμπο. Στο μεταξύ την αρχηγία των Τούρκων ανέλαβε ο περιβόητος για τη σκληρότητά του Αμπού-Λουμπούτ πασάς (ροπαλοφόρος). Ο Λουμπούτ πασάς επιτέθηκε στην πολιορκημένη Κασσάνδρα, στην περιοχή του ισθμού της Ποτίδαιας, με 1400 άνδρες και 500 εξοπλισμένους Εβραίους. Οι γενναίοι υπερασπιστές της Κασσάνδρας απέκρουσαν αρχικά τους εχθρούς. Έχασαν, όμως, τη μάχη στις 30 Οκτωβρίου 1821, όταν οι Τούρκοι εξαπέλυσαν γενική έφοδο χρησιμοποιώντας κανόνια. Σε αυτή έπεσαν ηρωικά δυο από τους τρεις γιούς του Εμμανουήλ Παπά. Με το άδοξο αυτό τέλος του αγώνα πνίγηκε στο αίμα η εξέγερση της Χαλκιδικής, η οποία κράτησε 6 μήνες
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ των Βασιλικών
Μετά τη μάχη στα Βασιλικά, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών δυνάμεων κατευθύνθηκε προς τον Γαλαρινό και κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό, ενώ συνέλαβαν, βασάνισαν και θανάτωσαν όσους κατοίκους δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Μετά από το γεγονός αυτό, και ενώ οι Τούρκοι ήταν ακόμη στον Γαλαρινό, τα γυναικόπαιδα των Βασιλικών έφυγαν νύχτα από την Αγία Αναστασία και δια μέσου της Γαλάτιστας και του Βάβδου κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Νικόλαο και από εκεί κατέφυγαν στο Άγιο Όρος.
Την επομένη της μάχης των Βασιλικών, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά με αφορμή ένα ατυχές γεγονός κατέστρεψαν το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, το οποίο φιλοξένησε τα γυναικόπαιδα των επαναστατών. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν το μοναστήρι και αποκεφάλισαν τον ηγούμενο και όλους τους μοναχούς και λαϊκούς που ήταν εκεί. Την τύχη των Βασιλικών, του Γαλαρινού και της Αγίας Αναστασίας είχαν η Γαλάτιστα, το Λειβάδι και η Περιστερά. Το τουρκικό ιππικό κατέστρεψε και πυρπόλησε τα χωριά αυτά, βασάνισε, βίασε και θανάτωσε τους κατοίκους. Πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Τρίπολης και της Βεγγάλης. Από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι 150 γυναικόπαιδα και από το Λειβάδι περισσότερα από 200. Ανάλογες συνέπειες είχαν και πολλά άλλα χωριά και κωμοπόλεις της Χαλκιδικής.
Πολλές οικογένειες των Βασιλικών και των άλλων χωριών και κωμοπόλεων της Χαλκιδικής που κατέφυγαν στο Άγιο Όρος, προκειμένου να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία και τον θάνατο, μεταφέρθηκαν αργότερα με πλοία στη Σκιάθο και τη Σκόπελο και άλλες στην Εύβοια και τα Ψαρά. Λίγες μόνο επέστρεψαν αργότερα στα Βασιλικά έχοντας νωπές τις μνήμες από τον χαλασμό.
Η Χαλκιδική είναι μια από τις μοναδικές περιοχές της Ελλάδας που υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή στη διάρκεια του Αγώνα. Τα δεινά και οι καταστροφές που υπέστησαν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής περιέγραψε ο ίδιος ο Μπαϊράμ πασάς σε αναφορά του προς τον Σουλτάνο
«… αφού διεπεράσαμεν εν στόματι μαχαίρας τους απίστους τεσσαράκοντα δύο χωρίων, εξαποστείλαντες τας ρυπαράς ψυχάς αυτών εις την κόλασιν, ηχμαλωτίσαμεν τας συζύγους και τα τέκνα αυτών και ελαφυραγωγήσαμεν τας πλουσίας περιουσίας αυτών, ας και διανείμαμεν μεταξύ των νικητών στρατιωτών, τα δε χωρία και τα στρατόπεδα αυτών παραδώσαμεν εις τας φλόγας, διασκορπίσαντες και τα χωρία αυτών …»
Οι αγωνιστές που επέζησαν από την καταστροφή της Κασσάνδρας κατέφυγαν στα νησιά των Βόρειων Σποράδων με καράβια των Ψαρών, της Σκοπέλου και της Ύδρας. Από εκεί μπόρεσαν κατόπιν να φθάσουν στη Νότια Ελλάδα. Εκεί εντάχτηκαν στα επαναστατικά σώματα των Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών και συνέχισαν τον αγώνα συμμετέχοντας στις μάχες που ακολούθησαν μέχρι το 1829 εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Ομέρ Βρυώνη και άλλων κατακτητών.
Η επανάσταση στη Χαλκιδική μπορεί να μην είχε αίσιο τέλος, συνεισέφερε όμως σημαντικά στον απελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Καθυστέρησε επί 6 μήνες τις ισχυρές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο στους αγωνιστές της Νότιας Ελλάδας να εδραιώσουν την Επανάσταση και να δημιουργήσουν τον πυρήνα του Ελληνικού Κράτους.